- πανάνυτος
- παν-άνυτος, ganz vollendet, ganz zu vollbringen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανάνυτος — πανάνυτος, ον (Α) 1. (κατά τον Φώτιο) «παντοδύναμος» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πάντῃ δυνατός». [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀνύω «εκτελώ, διεκπεραιώνω»] … Dictionary of Greek